γώνιασμα

γώνιασμα
γωνίασμ||α τό , γώνιασμαός ο
1) придание формы угла; 2) придание квадратной формы, обтёсывание по наугольнику; 3) выведение углов; 4) проверка по угольнику

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γώνιασμα" в других словарях:

  • γωνίασμα — και γώνιασμα, το [γωνιάζω] 1. τοποθέτηση κάποιου πράγματος σε γωνία 2. το να δίνει κανείς σε κάτι μορφή γωνίας 3. έλεγχος γωνίας με το γωνιόμετρο 4. κατασκευή γωνίας με το γωνιόμετρο …   Dictionary of Greek

  • γώνιασμα — το βλ. γωνίασμα …   Dictionary of Greek

  • γωνίασμα — το η χάραξη ορθής γωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνίωση — η (AM γωνίωσις) [γωνιούμαι] το γωνίασμα …   Dictionary of Greek

  • γωνιασμός — ο (AM γωνιασμός) [γωνιάζω] το γωνίασμα αρχ. φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι …   Dictionary of Greek

  • γωνιασμός — ο βλ. γωνίασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»